ημίκλινον — ἡμίκλινον, τὸ (Α) επιγρ. μικρό κρεβάτι, κλίνη μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλινον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον, τρί κλινον] … Dictionary of Greek
κεφαλόκλινο — το το μέρος τού κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι, το κεφαλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινον (< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. περί κλινον, τρί κλινον] … Dictionary of Greek
ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… … Православная энциклопедия
περίκλινον — τὸ, Α 1. κλίνη ή ανάκλιντρο γύρω από τραπέζι 2. κάλυμμα που περιβάλλει το ανάκλιντρο από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλίνον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek