κλῖνον

κλῖνον
κλίνω
sráyati
aor imperat act 2nd sg
κλίνω
sráyati
pres part act masc voc sg
κλίνω
sráyati
pres part act neut nom/voc/acc sg
κλίνω
sráyati
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
κλίνω
sráyati
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημίκλινον — ἡμίκλινον, τὸ (Α) επιγρ. μικρό κρεβάτι, κλίνη μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλινον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον, τρί κλινον] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόκλινο — το το μέρος τού κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι, το κεφαλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινον (< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. περί κλινον, τρί κλινον] …   Dictionary of Greek

  • ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… …   Православная энциклопедия

  • περίκλινον — τὸ, Α 1. κλίνη ή ανάκλιντρο γύρω από τραπέζι 2. κάλυμμα που περιβάλλει το ανάκλιντρο από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλίνον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”